Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bibliòmane  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [biˈbljɔmane]

βιβλιομανής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bibliografo bibliomania  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bibliofilia (θηλ.ουσ)
bibliofilo (ουσ αρσ )
bibliografia (θηλ.ουσ)
bibliografico (επίθ.)
bibliografo (ουσ αρσ )
bibliomane (ουσ αρσ και θηλ.)
bibliomania (θηλ.ουσ)
biblioteca (θηλ.ουσ)
bibliotecario (ουσ αρσ )
biblioteconomia (θηλ.ουσ)
biblista (ουσ αρσ και θηλ.)
biblistica (θηλ.ουσ)
bica (θηλ.ουσ)
bicamerale (θηλ. επίθ και ουσ)
bicameralismo (ουσ αρσ )
bicarbonato (ουσ αρσ )
bicchierata (θηλ.ουσ)
bicchiere (ουσ αρσ )
bicchierino (ουσ αρσ )
bicefalo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---