Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ariète, ariète, ariéte (ουσ αρσ ) armacòllo (ουσ αρσ )
ariétta (θηλ.ουσ) armadiétto (ουσ αρσ )
arìllo (ουσ αρσ ) armadìllo (ουσ αρσ )
arìnga (θηλ.ουσ) armàdio (ουσ αρσ )
arióso (ουσ αρσ ) armaiòlo (ουσ αρσ )
arióso (επίθ.) armamentàrio (ουσ αρσ )
àrista (θηλ.ουσ) armaménto (ουσ αρσ )
aristàto (επίθ.) armàre (ρ. μτβ.)
aristocràtico (ουσ αρσ ) armàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
aristocràtico (επίθ.) armàta (θηλ.ουσ)
aristocrazìa (θηλ.ουσ) armàto (ουσ αρσ )
Aristòfane (ουσ αρσ ) armàto (επίθ.)
aristofanésco (επίθ.) armatóre (ουσ αρσ )
Aristòtele (ουσ αρσ ) armatóre (επίθ.)
aristotèlico (αρσ. επίθ και ουσ) armatùra (θηλ.ουσ)
aristotelìsmo (ουσ αρσ ) àrme (θηλ.ουσ)
aritmètica (θηλ.ουσ) armeggiaménto (ουσ αρσ )
aritmètico (αρσ. επίθ και ουσ) armeggiàre (ρ.αμτβ.)
aritmìa (θηλ.ουσ) arméggio (ουσ αρσ )
arìtmico (ουσ αρσ ) armèno (αρσ. επίθ και ουσ)
arìtmico (επίθ.) arménto (ουσ αρσ )
arlecchinàta (θηλ.ουσ) armerìa (θηλ.ουσ)
arlecchinésco (επίθ.) armière (ουσ αρσ )
arlecchìno (αρσ. επίθ και ουσ) armìgero (ουσ αρσ )
àrma (θηλ.ουσ) armìgero (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: