Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

acchitàre (ρ. μτβ.) accidèmpoli (επιφ.)
acchìto (ουσ αρσ ) accidentàle (επίθ.)
acchiùdere (ρ. μτβ.) accidentalità (θηλ.ουσ)
àccia (θηλ.ουσ) accidentalménte (επίρ.)
acciabattaménto (ουσ αρσ ) accidentàto (επίθ.)
acciabattàre (ρ.αμτβ.) accidènte (ουσ αρσ )
acciabattàre (ρ. μτβ.) accidènti (επιφ.)
acciabattatùra (θηλ.ουσ) accidèrba (επιφ.)
acciabattóne (αρσ. επίθ και ουσ) accìdia (θηλ.ουσ)
acciaccaménto (ουσ αρσ ) accidióso (αρσ. επίθ και ουσ)
acciaccàre (ρ. μτβ.) accigliaménto (ουσ αρσ )
acciaccatùra (θηλ.ουσ) accigliàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
acciaccinàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accigliàto (επίθ.)
acciàcco (ουσ αρσ ) accigliatùra (θηλ.ουσ)
acciaccóso (επίθ.) accincignàre (ρ. μτβ.)
acciaiàre (ρ. μτβ.) accìngersi (ρ. μ. αμτβ.)
acciaiatùra (θηλ.ουσ) –àccio (επίθ.)
acciaierìa (θηλ.ουσ) acciocché (σύνδ.)
acciaìno (ουσ αρσ ) acciocchìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acciàio (ουσ αρσ ) acciottolàre (ρ. μτβ.)
acciaiòlo (ουσ αρσ ) acciottolàto (αρσ. επίθ και ουσ)
acciambellàre (ρ. μτβ.) acciottolìo (ουσ αρσ )
acciambellàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accipìcchia (επιφ.)
acciarìno (ουσ αρσ ) accipigliàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
acciarpàre (ρ. μτβ.) accìsa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: