Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κλαπατσίμπαλα [ουσ ουδ πληθ.] κλαταρισμένος [επίθ.]
κλάρα {χωρ. γεν.... κλατάρω {κλάτ-αρα ...
κλαράκι [ουσ ουδ.] κλάτσα [θηλ.ουσ]
κλαρί {κλαρ-ιού ... κλαυθμός [ουσ αρσ ]
κλαρινετίστας {κλαρινετι... κλαυθμυρίζω {κλαυθμύρι...
κλαρινέτο [ουσ ουδ.] κλαυθμυρισμός [ουσ αρσ ]
κλαρίνο [ουσ ουδ.] κλαυμένος [επίθ.]
κλαρωτός [επίθ.] κλαυμός [ουσ αρσ ]
κλασέρ [ουσ ουδ.] κλαυσίγελος [ουσ αρσ ]
κλάση {-ης κ. -ά... κλάψα {χωρ. γεν....
κλασικίζω {μόνο σε ε... κλαψιάρης {κλαψιάρηδ...
κλασικισμός {χωρ. πληθ... κλαψιάρικος [επίθ.]
κλασικιστής {κλασικιστ... κλάψιμο {κλαψίμ-ατ...
κλασικιστικός [επίθ.] κλαψούρα [θηλ.ουσ]
κλασικίστρια [θηλ.ουσ] κλαψουρίζω {κλαψούρισ...
κλασικός [επίθ.] κλαψούρισμα [ουσ ουδ.]
κλασικός [ουσ αρσ ] κλέβγω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
κλα§σι§κό§τα§τος [επίθ.] κλέβω {έκλεψα, κ...
κλα§σι§κό§τε§ρος [επίθ.] κλείδα [θηλ.ουσ]
κλα§σι§κώ§τα§τος [επίθ.] κλειδάκι [ουσ ουδ.]
κλα§σι§κώ§τε§ρος [επίθ.] κλειδαμπαρωμένος [επίθ.]
κλάσιμο [ουσ ουδ.] κλειδαμπαρώνω {κλειδαμπά...
κλάσμα {κλάσμ-ατο... κλειδαράς {κλειδαράδ...
κλασματικός [επίθ.] κλειδαριά [θηλ.ουσ]
κλασμένος [επίθ.] κλειδαρότρυπα {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: