Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agorafobìa (θηλ.ουσ) àgro (ουσ αρσ )
agorafòbico (αρσ. επίθ και ουσ) àgro (επίθ.)
agoràfobo (ουσ αρσ ) agrobiologìa (θηλ.ουσ)
agoràfobo (επίθ.) agrobiòlogo (ουσ αρσ )
agoràio (ουσ αρσ ) agrodólce (αρσ. επίθ και ουσ)
agostàno (επίθ.) agroindustriàle (επίθ.)
agósto (ουσ αρσ ) agrologìa (θηλ.ουσ)
agósto (επίθ.) agronomìa (θηλ.ουσ)
agrària (θηλ.ουσ) agronòmico (επίθ.)
agràrio (ουσ αρσ ) agrònomo (ουσ αρσ )
agràrio (επίθ.) agròstide (θηλ.ουσ)
agrèste (επίθ.) agrumàrio (επίθ.)
agrèsto (αρσ. επίθ και ουσ) agrùme (ουσ αρσ )
agrétto (ουσ αρσ ) agruméto (ουσ αρσ )
agrétto (επίθ.) agrùmi (ουσ αρσ πληθ.)
agrézza (θηλ.ουσ) agrumìcolo (επίθ.)
agrìcolo (επίθ.) agrumicoltóre (ουσ αρσ )
agricoltóre (ουσ αρσ ) agrumicoltùra (θηλ.ουσ)
agricoltùra (θηλ.ουσ) agucchiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
agrifòglio (ουσ αρσ ) agùglia (θηλ.ουσ)
agrimensóre (ουσ αρσ ) agugliòtto (ουσ αρσ )
agrimensùra (θηλ.ουσ) aguzzaménto (ουσ αρσ )
agrimònia (θηλ.ουσ) aguzzàre (ρ. μτβ.)
agrippìna (θηλ.ουσ) aguzzìno (ουσ αρσ )
agriturìsmo (ουσ αρσ ) agùzzo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: