Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagròstide
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aˈgrɔstide] 1 αγριάδα (χόρτο) 2 άγρωστη 3 γρασίδι γένους agrostis permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |