Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agruméto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [agruˈmeto]

φυτεία εσπεριδοειδών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agrume agrumi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agronomico (επίθ.)
agronomo (ουσ αρσ )
agrostide (θηλ.ουσ)
agrumario (επίθ.)
agrume (ουσ αρσ )
agrumeto (ουσ αρσ )
agrumi (ουσ αρσ πληθ.)
agrumicolo (επίθ.)
agrumicoltore (ουσ αρσ )
agrumicoltura (θηλ.ουσ)
agucchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aguglia (θηλ.ουσ)
agugliotto (ουσ αρσ )
aguzzamento (ουσ αρσ )
aguzzare (ρ. μτβ.)
aguzzino (ουσ αρσ )
aguzzo (επίθ.)
ahimè (επιφ.)
aia (θηλ.ουσ)
AIDS (ακρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---