Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaguzzìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [agudˈdzino] 1 δεσμοφύλακας 2 δουλοκτήτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |