Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈajo]

1 δάσκαλος
2 ιδιωτικός δάσκαλος
3 φροντιστής
4 παιδαγωγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  AIDS aiola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aguzzino (ουσ αρσ )
aguzzo (επίθ.)
ahimè (επιφ.)
aia (θηλ.ουσ)
AIDS (ακρ.)
aio (ουσ αρσ )
aiola (θηλ.ουσ)
airbag (ουσ αρσ )
aire (ουσ αρσ )
airone (ουσ αρσ )
aita (θηλ.ουσ)
aitante (επίθ.)
aiuola (θηλ.ουσ)
aiutante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aiutare (ρ. μτβ.)
aiutarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aiuto (ουσ αρσ )
aiuto (επιφ.)
aizzamento (ουσ αρσ )
aizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---