ItalianoGreco


aiùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈjuto]

η βοήθεια

aiùto  
επιφώνημα

Προσφορά I.P.A.: [aˈjuto]

βοήθεια - βοήθεια!


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere d'aiuto = βοηθώ || gridare aiuto = φωνάζω βοήθεια



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---