Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aiùto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈjuto]

η βοήθεια

aiùto  
επιφώνημα

Προσφορά I.P.A.: [aˈjuto]

βοήθεια - βοήθεια!


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aiutarsi aizzamento  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere d'aiuto = βοηθώ || gridare aiuto = φωνάζω βοήθεια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aitante (επίθ.)
aiuola (θηλ.ουσ)
aiutante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aiutare (ρ. μτβ.)
aiutarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aiuto (ουσ αρσ )
aiuto (επιφ.)
aizzamento (ουσ αρσ )
aizzare (ρ. μτβ.)
aizzatore (ουσ αρσ )
al (έναρθ. πρόθ.)
ala (θηλ.ουσ)
alabastrino (επίθ.)
alabastro (ουσ αρσ )
alacre (επίθ.)
alacremente (επίρ.)
alacrità (θηλ.ουσ)
alaggio (ουσ αρσ )
alamaro (ουσ αρσ )
alambicco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---