Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaiuòla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aˈjwɔla] η πρασιά, το παρτέρι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαvietato calpestare le aiuole = μη πατάτε το πράσινο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |