Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àlacre, alàcre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈalakre], [aˈlakre]

1 πεταχτός
2 δραστήριος
3 ζωηρός
4 θαλερός
5 νευρώδης
6 αλέγρος
7 γρήγορος
8 μπριόζος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alabastro alacremente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aizzatore (ουσ αρσ )
al (έναρθ. πρόθ.)
ala (θηλ.ουσ)
alabastrino (επίθ.)
alabastro (ουσ αρσ )
alacre (επίθ.)
alacremente (επίρ.)
alacrità (θηλ.ουσ)
alaggio (ουσ αρσ )
alamaro (ουσ αρσ )
alambicco (ουσ αρσ )
alano (ουσ αρσ )
alare (ουσ αρσ )
alare (επίθ.)
alare (ρ. μτβ.)
alato (ουσ αρσ )
alato (επίθ.)
alba (θηλ.ουσ)
albagia (θηλ.ουσ)
albagioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---