Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈala] 1 (di uccello) το φτερό 2 (di edificio) το πρέρυγα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |