Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈlare]

πυροστιά

alàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈlare]

φτερωτός

alàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈlare]

ρυμουλκώ (για πλοία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alano alato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alacrità (θηλ.ουσ)
alaggio (ουσ αρσ )
alamaro (ουσ αρσ )
alambicco (ουσ αρσ )
alano (ουσ αρσ )
alare (ουσ αρσ )
alare (επίθ.)
alare (ρ. μτβ.)
alato (ουσ αρσ )
alato (επίθ.)
alba (θηλ.ουσ)
albagia (θηλ.ουσ)
albagioso (επίθ.)
albana (ουσ αρσ και θηλ.)
albanella (θηλ.ουσ)
albanese (ουσ αρσ και θηλ.)
albanese (επίθ.)
Albania (θηλ.ουσ)
albarello (ουσ αρσ )
albatro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---