Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalbanése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [albaˈnese], [albaˈneze] ο Αλβανός, η Αλβανίδα albanése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [albaˈnese], [albaˈneze] αλβανικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |