Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alberéto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [albeˈreto]

φυτεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  albereta albergaccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alberata (θηλ.ουσ)
alberato (επίθ.)
alberatura (θηλ.ουσ)
alberello (ουσ αρσ )
albereta (θηλ.ουσ)
albereto (ουσ αρσ )
albergaccio (ουσ αρσ )
albergare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
albergatore (ουσ αρσ )
alberghetto (ουσ αρσ )
alberghiero (αρσ. επίθ και ουσ)
albergo (ουσ αρσ )
alberino (ουσ αρσ )
albero (ουσ αρσ )
albicocca (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
albicocco (ουσ αρσ )
albinismo (ουσ αρσ )
albino (αρσ. επίθ και ουσ)
albo (ουσ αρσ )
albo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---