Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalberatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [alberaˈtura] 1 κατάρτια πλοίου 2 φυτεία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |