Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàlbero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈalbero] 1 το δένδρο 2 (di barca) το άλπουρο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαalbero [αρσ.] di Natale = το Χριστουγεννιάτικο δένδρο || albero [αρσ.] motore = ο κινητήριος άξονας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |