Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


albìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [alˈbino]

1 αλφός
2 πάσχων από λευκοδερμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  albinismo albo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alberino (ουσ αρσ )
albero (ουσ αρσ )
albicocca (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
albicocco (ουσ αρσ )
albinismo (ουσ αρσ )
albino (αρσ. επίθ και ουσ)
albo (ουσ αρσ )
albo (επίθ.)
albore (ουσ αρσ )
alborella (θηλ.ουσ)
albugine (θηλ.ουσ)
album (ουσ αρσ )
albume (ουσ αρσ )
albumina (θηλ.ουσ)
albuminato (επίθ.)
albuminoide (αρσ. επίθ και ουσ)
albuminoso (επίθ.)
alburno (ουσ αρσ )
alca (θηλ.ουσ)
alcaico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---