Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalbìno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [alˈbino] 1 αλφός 2 πάσχων από λευκοδερμία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |