Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalbùrno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [alˈburno] 1 σώφλουδα 2 στομφό (ξύλο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |