Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


albùrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [alˈburno]

1 σώφλουδα
2 στομφό (ξύλο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  albuminoso alca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

albume (ουσ αρσ )
albumina (θηλ.ουσ)
albuminato (επίθ.)
albuminoide (αρσ. επίθ και ουσ)
albuminoso (επίθ.)
alburno (ουσ αρσ )
alca (θηλ.ουσ)
alcaico (αρσ. επίθ και ουσ)
alcalescente (επίθ.)
alcalescenza (θηλ.ουσ)
alcali (ουσ αρσ )
alcalimetria (θηλ.ουσ)
alcalimetro (ουσ αρσ )
alcalinità (θηλ.ουσ)
alcalinizzare (ρ. μτβ.)
alcalino (επίθ.)
alcaloide (ουσ αρσ )
alcanna (θηλ.ουσ)
alcano (ουσ αρσ )
alce (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---