Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alcalescènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [alkaleʃˈʃɛntsa]

αλκαλικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alcalescente alcali  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

albuminoso (επίθ.)
alburno (ουσ αρσ )
alca (θηλ.ουσ)
alcaico (αρσ. επίθ και ουσ)
alcalescente (επίθ.)
alcalescenza (θηλ.ουσ)
alcali (ουσ αρσ )
alcalimetria (θηλ.ουσ)
alcalimetro (ουσ αρσ )
alcalinità (θηλ.ουσ)
alcalinizzare (ρ. μτβ.)
alcalino (επίθ.)
alcaloide (ουσ αρσ )
alcanna (θηλ.ουσ)
alcano (ουσ αρσ )
alce (ουσ αρσ και θηλ.)
alchene (ουσ αρσ )
alchile (ουσ αρσ )
alchilico (επίθ.)
alchimia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---