Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόalcàico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [alˈkajko] αλκαὶκός (ο του ποιητή της αρχαιότητας Αλκαίου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |