Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àlce  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈalʧe]

άλκη (ελάφι) Alces alces


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alcano alchene  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alcalinizzare (ρ. μτβ.)
alcalino (επίθ.)
alcaloide (ουσ αρσ )
alcanna (θηλ.ουσ)
alcano (ουσ αρσ )
alce (ουσ αρσ και θηλ.)
alchene (ουσ αρσ )
alchile (ουσ αρσ )
alchilico (επίθ.)
alchimia (θηλ.ουσ)
alchimista (ουσ αρσ και θηλ.)
alchimistico (επίθ.)
alchimizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
Alcibiade (ουσ αρσ )
alcione (ουσ αρσ )
alcol (ουσ αρσ )
alcolato (ουσ αρσ )
alcole (ουσ αρσ )
alcolemia (θηλ.ουσ)
alcolicità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---