Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


alamàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [alaˈmaro]

1 βάτραχος
2 στόλισμα με κορδέλες (για στρατιωτική μεραρχία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  alaggio alambicco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

alabastro (ουσ αρσ )
alacre (επίθ.)
alacremente (επίρ.)
alacrità (θηλ.ουσ)
alaggio (ουσ αρσ )
alamaro (ουσ αρσ )
alambicco (ουσ αρσ )
alano (ουσ αρσ )
alare (ουσ αρσ )
alare (επίθ.)
alare (ρ. μτβ.)
alato (ουσ αρσ )
alato (επίθ.)
alba (θηλ.ουσ)
albagia (θηλ.ουσ)
albagioso (επίθ.)
albana (ουσ αρσ και θηλ.)
albanella (θηλ.ουσ)
albanese (ουσ αρσ και θηλ.)
albanese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---