Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaitànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ajˈtante] 1 δυνατός 2 γεροδεμένος στο σώμα 3 ρωμαλέος 4 σκληροτράχηλος 5 γεροδύναμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |