Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aitànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ajˈtante]

1 δυνατός
2 γεροδεμένος στο σώμα
3 ρωμαλέος
4 σκληροτράχηλος
5 γεροδύναμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aita aiuola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aiola (θηλ.ουσ)
airbag (ουσ αρσ )
aire (ουσ αρσ )
airone (ουσ αρσ )
aita (θηλ.ουσ)
aitante (επίθ.)
aiuola (θηλ.ουσ)
aiutante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aiutare (ρ. μτβ.)
aiutarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aiuto (ουσ αρσ )
aiuto (επιφ.)
aizzamento (ουσ αρσ )
aizzare (ρ. μτβ.)
aizzatore (ουσ αρσ )
al (έναρθ. πρόθ.)
ala (θηλ.ουσ)
alabastrino (επίθ.)
alabastro (ουσ αρσ )
alacre (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---