Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈaja]

αλώνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ahimè AIDS  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aguzzamento (ουσ αρσ )
aguzzare (ρ. μτβ.)
aguzzino (ουσ αρσ )
aguzzo (επίθ.)
ahimè (επιφ.)
aia (θηλ.ουσ)
AIDS (ακρ.)
aio (ουσ αρσ )
aiola (θηλ.ουσ)
airbag (ουσ αρσ )
aire (ουσ αρσ )
airone (ουσ αρσ )
aita (θηλ.ουσ)
aitante (επίθ.)
aiuola (θηλ.ουσ)
aiutante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aiutare (ρ. μτβ.)
aiutarsi (ρ. μ. αμτβ.)
aiuto (ουσ αρσ )
aiuto (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---