Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aguzzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aguttsaˈmento]

1 ακόνισμα
2 όξυνση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agugliotto aguzzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agrumicoltore (ουσ αρσ )
agrumicoltura (θηλ.ουσ)
agucchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aguglia (θηλ.ουσ)
agugliotto (ουσ αρσ )
aguzzamento (ουσ αρσ )
aguzzare (ρ. μτβ.)
aguzzino (ουσ αρσ )
aguzzo (επίθ.)
ahimè (επιφ.)
aia (θηλ.ουσ)
AIDS (ακρ.)
aio (ουσ αρσ )
aiola (θηλ.ουσ)
airbag (ουσ αρσ )
aire (ουσ αρσ )
airone (ουσ αρσ )
aita (θηλ.ουσ)
aitante (επίθ.)
aiuola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---