Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agrùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈgrume]

1 ξινίλα
2 οξύ άρωμα
3 πικρή γεύση
4 εσπεριδοειδές
5 πικράδα
6 στυφάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agrumario agrumeto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agronomia (θηλ.ουσ)
agronomico (επίθ.)
agronomo (ουσ αρσ )
agrostide (θηλ.ουσ)
agrumario (επίθ.)
agrume (ουσ αρσ )
agrumeto (ουσ αρσ )
agrumi (ουσ αρσ πληθ.)
agrumicolo (επίθ.)
agrumicoltore (ουσ αρσ )
agrumicoltura (θηλ.ουσ)
agucchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aguglia (θηλ.ουσ)
agugliotto (ουσ αρσ )
aguzzamento (ουσ αρσ )
aguzzare (ρ. μτβ.)
aguzzino (ουσ αρσ )
aguzzo (επίθ.)
ahimè (επιφ.)
aia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---