Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agronomìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,agronoˈmia]

1 νόμοι αγροτικής καλλιέργειας
2 αγρονομία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agrologia agronomico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agrobiologia (θηλ.ουσ)
agrobiologo (ουσ αρσ )
agrodolce (αρσ. επίθ και ουσ)
agroindustriale (επίθ.)
agrologia (θηλ.ουσ)
agronomia (θηλ.ουσ)
agronomico (επίθ.)
agronomo (ουσ αρσ )
agrostide (θηλ.ουσ)
agrumario (επίθ.)
agrume (ουσ αρσ )
agrumeto (ουσ αρσ )
agrumi (ουσ αρσ πληθ.)
agrumicolo (επίθ.)
agrumicoltore (ουσ αρσ )
agrumicoltura (θηλ.ουσ)
agucchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aguglia (θηλ.ουσ)
agugliotto (ουσ αρσ )
aguzzamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---