Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agrodólce  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,agroˈdolʧe]

(sapore) ξινόγλυκος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agrobiologo agroindustriale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


in agrodolce, sotto aceto = τουρσί


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agriturismo (ουσ αρσ )
agro (ουσ αρσ )
agro (επίθ.)
agrobiologia (θηλ.ουσ)
agrobiologo (ουσ αρσ )
agrodolce (αρσ. επίθ και ουσ)
agroindustriale (επίθ.)
agrologia (θηλ.ουσ)
agronomia (θηλ.ουσ)
agronomico (επίθ.)
agronomo (ουσ αρσ )
agrostide (θηλ.ουσ)
agrumario (επίθ.)
agrume (ουσ αρσ )
agrumeto (ουσ αρσ )
agrumi (ουσ αρσ πληθ.)
agrumicolo (επίθ.)
agrumicoltore (ουσ αρσ )
agrumicoltura (θηλ.ουσ)
agucchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---