Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagrodólce
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [,agroˈdolʧe] (sapore) ξινόγλυκος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin agrodolce, sotto aceto = τουρσί Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |