Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàgro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈagro] εξοχή àgro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈagro] 1 στυφός 2 ξινός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |