Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagrimònia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [agriˈmɔnja] 1 φωνόχορτο 2 φυτό γένους agrimonia 3 αγριμόνια Agrimonia eupatoria 4 ασπροζάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |