Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agrifòglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [agriˈfɔʎʎo]

1 πρίνος Ilex aquifolium
2 πουρνάρι
3 λιόπρινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agricoltura agrimensore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agretto (επίθ.)
agrezza (θηλ.ουσ)
agricolo (επίθ.)
agricoltore (ουσ αρσ )
agricoltura (θηλ.ουσ)
agrifoglio (ουσ αρσ )
agrimensore (ουσ αρσ )
agrimensura (θηλ.ουσ)
agrimonia (θηλ.ουσ)
agrippina (θηλ.ουσ)
agriturismo (ουσ αρσ )
agro (ουσ αρσ )
agro (επίθ.)
agrobiologia (θηλ.ουσ)
agrobiologo (ουσ αρσ )
agrodolce (αρσ. επίθ και ουσ)
agroindustriale (επίθ.)
agrologia (θηλ.ουσ)
agronomia (θηλ.ουσ)
agronomico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---