Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagrifòglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [agriˈfɔʎʎo] 1 πρίνος Ilex aquifolium 2 πουρνάρι 3 λιόπρινος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |