Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagrétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈgretto] 1 στυφάδα 2 κάρδαμο Lepidium sativum agrétto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [aˈgretto] 1 στυφούτσικος 2 ξινούτσικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |