Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agrétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈgretto]

1 στυφάδα
2 κάρδαμο Lepidium sativum

agrétto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [aˈgretto]

1 στυφούτσικος
2 ξινούτσικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agresto agrezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agraria (θηλ.ουσ)
agrario (ουσ αρσ )
agrario (επίθ.)
agreste (επίθ.)
agresto (αρσ. επίθ και ουσ)
agretto (ουσ αρσ )
agretto (επίθ.)
agrezza (θηλ.ουσ)
agricolo (επίθ.)
agricoltore (ουσ αρσ )
agricoltura (θηλ.ουσ)
agrifoglio (ουσ αρσ )
agrimensore (ουσ αρσ )
agrimensura (θηλ.ουσ)
agrimonia (θηλ.ουσ)
agrippina (θηλ.ουσ)
agriturismo (ουσ αρσ )
agro (ουσ αρσ )
agro (επίθ.)
agrobiologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---