Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόagricoltóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [agrikolˈtore] ο γεωργός, ο αγρότης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |