Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


agriturìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,agrituˈrizmo]

το αγρόκτημα στο οποίο προσφέρουν δομάτια και φαγητό στους τουρίστες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  agrippina agro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

agrifoglio (ουσ αρσ )
agrimensore (ουσ αρσ )
agrimensura (θηλ.ουσ)
agrimonia (θηλ.ουσ)
agrippina (θηλ.ουσ)
agriturismo (ουσ αρσ )
agro (ουσ αρσ )
agro (επίθ.)
agrobiologia (θηλ.ουσ)
agrobiologo (ουσ αρσ )
agrodolce (αρσ. επίθ και ουσ)
agroindustriale (επίθ.)
agrologia (θηλ.ουσ)
agronomia (θηλ.ουσ)
agronomico (επίθ.)
agronomo (ουσ αρσ )
agrostide (θηλ.ουσ)
agrumario (επίθ.)
agrume (ουσ αρσ )
agrumeto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---