ItalianoGreco


agriturìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,agrituˈrizmo]

το αγρόκτημα στο οποίο προσφέρουν δομάτια και φαγητό στους τουρίστες


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---