Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

utopìa (θηλ.ουσ) vaccàio (ουσ αρσ )
utòpico (επίθ.) vaccàro (ουσ αρσ )
utopìsta (ουσ αρσ και θηλ.) vaccàta (θηλ.ουσ)
utopìstico (επίθ.) vaccherìa (θηλ.ουσ)
utriculària (θηλ.ουσ) vacchétta (θηλ.ουσ)
ùva (θηλ.ουσ) vaccìna (θηλ.ουσ)
uvàceo (επίθ.) vaccinàbile (επίθ.)
ùvea (θηλ.ουσ) vaccinàre (ρ. μτβ.)
uveàle (επίθ.) vaccinàto (επίθ.)
uveìte (θηλ.ουσ) vaccinatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
uvétta (θηλ.ουσ) vaccinazióne (θηλ.ουσ)
uvìfero (επίθ.) vaccìnico (επίθ.)
uvulàre (θηλ. επίθ και ουσ) vaccìno (ουσ αρσ )
uvulìte (θηλ.ουσ) vaccìno (επίθ.)
uxoricìda (ουσ αρσ και θηλ.) vaccinoprofilàssi (θηλ.ουσ)
uxoricìda (επίθ.) vaccinoterapìa (θηλ.ουσ)
uxoricìdio (ουσ αρσ ) vacillaménto (ουσ αρσ )
uxòrio (επίθ.) vacillànte (επίθ.)
ùzzolo (ουσ αρσ ) vacillàre (ρ.αμτβ.)
vacànte (επίθ.) vacillazióne (θηλ.ουσ)
vacànza (θηλ.ουσ) vacuità (θηλ.ουσ)
vacanzière (ουσ αρσ ) vàcuo (ουσ αρσ )
vacàre (ρ.αμτβ.) vàcuo (επίθ.)
vacazióne (θηλ.ουσ) vacuolàre (επίθ.)
vàcca (θηλ.ουσ) vacùolo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: