Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uvétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [uˈvetta]

σταφίδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uveite uvifero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uva (θηλ.ουσ)
uvaceo (επίθ.)
uvea (θηλ.ουσ)
uveale (επίθ.)
uveite (θηλ.ουσ)
uvetta (θηλ.ουσ)
uvifero (επίθ.)
uvulare (θηλ. επίθ και ουσ)
uvulite (θηλ.ουσ)
uxoricida (ουσ αρσ και θηλ.)
uxoricida (επίθ.)
uxoricidio (ουσ αρσ )
uxorio (επίθ.)
uzzolo (ουσ αρσ )
vacante (επίθ.)
vacanza (θηλ.ουσ)
vacanziere (ουσ αρσ )
vacare (ρ.αμτβ.)
vacazione (θηλ.ουσ)
vacca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---