Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvacànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [vaˈkantsa] η διακοπή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαvacanze [θηλ. πλυθ.] = οι διακοπές [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |