Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vacànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vaˈkantsa]

η διακοπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vacante vacanziere  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


vacanze [θηλ. πλυθ.] = οι διακοπές [f.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uxoricida (επίθ.)
uxoricidio (ουσ αρσ )
uxorio (επίθ.)
uzzolo (ουσ αρσ )
vacante (επίθ.)
vacanza (θηλ.ουσ)
vacanziere (ουσ αρσ )
vacare (ρ.αμτβ.)
vacazione (θηλ.ουσ)
vacca (θηλ.ουσ)
vaccaio (ουσ αρσ )
vaccaro (ουσ αρσ )
vaccata (θηλ.ουσ)
vaccheria (θηλ.ουσ)
vacchetta (θηλ.ουσ)
vaccina (θηλ.ουσ)
vaccinabile (επίθ.)
vaccinare (ρ. μτβ.)
vaccinato (επίθ.)
vaccinatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---