Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vaccherìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [vakkeˈria]

1 στάβλος βοδιών
2 βουστάσιο
3 φάρμα με αγελάδες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vaccata vacchetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vacazione (θηλ.ουσ)
vacca (θηλ.ουσ)
vaccaio (ουσ αρσ )
vaccaro (ουσ αρσ )
vaccata (θηλ.ουσ)
vaccheria (θηλ.ουσ)
vacchetta (θηλ.ουσ)
vaccina (θηλ.ουσ)
vaccinabile (επίθ.)
vaccinare (ρ. μτβ.)
vaccinato (επίθ.)
vaccinatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vaccinazione (θηλ.ουσ)
vaccinico (επίθ.)
vaccino (ουσ αρσ )
vaccino (επίθ.)
vaccinoprofilassi (θηλ.ουσ)
vaccinoterapia (θηλ.ουσ)
vacillamento (ουσ αρσ )
vacillante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---