Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvaccàro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vakˈkaro] 1 καουμπόης 2 βουκόλος 3 βουτρόφος 4 αγελαδάρης 5 αγελαδοτρόφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |