Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uxoricìdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uksoriˈʧidjo]

συζυγοκτονία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uxoricida uxorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uvifero (επίθ.)
uvulare (θηλ. επίθ και ουσ)
uvulite (θηλ.ουσ)
uxoricida (ουσ αρσ και θηλ.)
uxoricida (επίθ.)
uxoricidio (ουσ αρσ )
uxorio (επίθ.)
uzzolo (ουσ αρσ )
vacante (επίθ.)
vacanza (θηλ.ουσ)
vacanziere (ουσ αρσ )
vacare (ρ.αμτβ.)
vacazione (θηλ.ουσ)
vacca (θηλ.ουσ)
vaccaio (ουσ αρσ )
vaccaro (ουσ αρσ )
vaccata (θηλ.ουσ)
vaccheria (θηλ.ουσ)
vacchetta (θηλ.ουσ)
vaccina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---