Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùvea  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈuvea]

1 χοριοειδής χιτώνας
2 πρόσθιο τμήμα ίριδας
3 ραγοειδής ή αγγειώδης χιτώνας οφθαλμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uvaceo uveale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

utopista (ουσ αρσ και θηλ.)
utopistico (επίθ.)
utricularia (θηλ.ουσ)
uva (θηλ.ουσ)
uvaceo (επίθ.)
uvea (θηλ.ουσ)
uveale (επίθ.)
uveite (θηλ.ουσ)
uvetta (θηλ.ουσ)
uvifero (επίθ.)
uvulare (θηλ. επίθ και ουσ)
uvulite (θηλ.ουσ)
uxoricida (ουσ αρσ και θηλ.)
uxoricida (επίθ.)
uxoricidio (ουσ αρσ )
uxorio (επίθ.)
uzzolo (ουσ αρσ )
vacante (επίθ.)
vacanza (θηλ.ουσ)
vacanziere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---