Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pescàta (θηλ.ουσ) péso (επίθ.)
pescatóre (αρσ. επίθ και ουσ) pessàrio (ουσ αρσ )
pescatrìce (θηλ.ουσ) pessimaménte (επίρ.)
pésce (ουσ αρσ ) pessimìsmo (ουσ αρσ )
pescecàne (ουσ αρσ ) pessimìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
pescheréccio (ουσ αρσ ) pessimìsta (επίθ.)
pescheréccio (επίθ.) pessimìstico (επίθ.)
pescherìa (θηλ.ουσ) pèssimo (επίθ.)
peschéto (ουσ αρσ ) pésta (θηλ.ουσ)
peschìcolo (επίθ.) pestàggio (ουσ αρσ )
peschicoltóre (ουσ αρσ ) pestàre (ρ. μτβ.)
peschicoltùra (θηλ.ουσ) pestarsi (ρ.μ. (αντων.))
peschièra (θηλ.ουσ) pestàta (θηλ.ουσ)
pesciaiòlo (ουσ αρσ ) pestatùra (θηλ.ουσ)
pescicoltóre (ουσ αρσ ) pèste (θηλ.ουσ)
pescièra (θηλ.ουσ) pestellata (θηλ.ουσ)
pescivéndola (θηλ.ουσ) pestèllo (ουσ αρσ )
pescivéndolo (ουσ αρσ ) pesticciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pescosità (θηλ.ουσ) pesticìda (αρσ. επίθ και ουσ)
pescóso (επίθ.) pestìfero (επίθ.)
pesèta (θηλ.ουσ) pestilènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pesièra (θηλ.ουσ) pestilènza (θηλ.ουσ)
pesìsta (ουσ αρσ και θηλ.) pestilenziàle (επίθ.)
pesìstica (θηλ.ουσ) pésto (ουσ αρσ )
péso (ουσ αρσ ) pésto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: