Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occhiellatrìce (θηλ.ουσ) occorrènte (επίθ.)
occhiellatùra (θηλ.ουσ) occorrènza (θηλ.ουσ)
occhièllo (ουσ αρσ ) occórrere (ρ.αμτβ.)
occhiétto (ουσ αρσ ) occultàbile (επίθ.)
occhìno (ουσ αρσ ) occultaménte (επίρ.)
òcchio (ουσ αρσ ) occultaménto (ουσ αρσ )
occhióne (ουσ αρσ ) occultàre (ρ. μτβ.)
occhiùto (επίθ.) occultarsi (ρ.μ. (αντων.))
occidentàle (επίθ.) occultatóre (ουσ αρσ )
occidentàle (επίθ.) occultazióne (θηλ.ουσ)
occidentalìsmo (ουσ αρσ ) occultezza (θηλ.ουσ)
occidentalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) occultìsmo (ουσ αρσ )
occidentalizzàre (ρ. μτβ.) occultìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
occidentalizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) occultìstico (επίθ.)
occidentalizzazióne (θηλ.ουσ) occùlto (αρσ. επίθ και ουσ)
occidènte (ουσ αρσ ) occupàbile (επίθ.)
occìduo (επίθ.) occupànte (ουσ αρσ και θηλ.)
occipitàle (αρσ. επίθ και ουσ) occupànte (επίθ.)
occìpite (ουσ αρσ ) occupàre (ρ. μτβ.)
occlùdere (ρ. μτβ.) occupàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
occlusióne (θηλ.ουσ) occupàto (αρσ. επίθ και ουσ)
occlusìva (θηλ.ουσ) occupatóre (ουσ αρσ )
occlusìvo (επίθ.) occupazionàle (επίθ.)
occlùso (αρσ. επίθ και ουσ) occupazióne (θηλ.ουσ)
occorrènte (ουσ αρσ ) oceanàuta (ουσ αρσ και θηλ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: