Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occultaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [okkultaˈmento]

1 κάλυψη
2 καταχώνιασμα
3 τρύπωμα
4 απόκρυψη
5 κρύψιμο
6 αποσιώπηση
7 παρασιώπηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occultamente occultare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occorrente (επίθ.)
occorrenza (θηλ.ουσ)
occorrere (ρ.αμτβ.)
occultabile (επίθ.)
occultamente (επίρ.)
occultamento (ουσ αρσ )
occultare (ρ. μτβ.)
occultarsi (ρ.μ. (αντων.))
occultatore (ουσ αρσ )
occultazione (θηλ.ουσ)
occultezza (θηλ.ουσ)
occultismo (ουσ αρσ )
occultista (ουσ αρσ και θηλ.)
occultistico (επίθ.)
occulto (αρσ. επίθ και ουσ)
occupabile (επίθ.)
occupante (ουσ αρσ και θηλ.)
occupante (επίθ.)
occupare (ρ. μτβ.)
occuparsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---