Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occùlto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [okˈkulto]

1 μυστικός
2 μουλωχτός
3 λαθραίος
4 παρασκηνιακός
5 κρυφτός
6 άδηλος
7 συγκεκαλυμμένος
8 αξομολόγητος
9 κρυφός
10 κρυμμένος
11 αφανέρωτος
12 κρύφιος
13 καλυμμένος
14 κρυπτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occultistico occupabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occultazione (θηλ.ουσ)
occultezza (θηλ.ουσ)
occultismo (ουσ αρσ )
occultista (ουσ αρσ και θηλ.)
occultistico (επίθ.)
occulto (αρσ. επίθ και ουσ)
occupabile (επίθ.)
occupante (ουσ αρσ και θηλ.)
occupante (επίθ.)
occupare (ρ. μτβ.)
occuparsi (ρ. μ. αμτβ.)
occupato (αρσ. επίθ και ουσ)
occupatore (ουσ αρσ )
occupazionale (επίθ.)
occupazione (θηλ.ουσ)
oceanauta (ουσ αρσ και θηλ.)
Oceania (κύρ.όν. θηλ.)
oceaniano (ουσ αρσ )
oceaniano (επίθ.)
oceanico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---