Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occupànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [okkuˈpante]

1 κάτοχος
2 νομεύς
3 κάτοικος
4 ένοικος
5 καταληψίας

occupànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [okkuˈpante]

καταλαμβάνων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occupabile occupare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occultismo (ουσ αρσ )
occultista (ουσ αρσ και θηλ.)
occultistico (επίθ.)
occulto (αρσ. επίθ και ουσ)
occupabile (επίθ.)
occupante (ουσ αρσ και θηλ.)
occupante (επίθ.)
occupare (ρ. μτβ.)
occuparsi (ρ. μ. αμτβ.)
occupato (αρσ. επίθ και ουσ)
occupatore (ουσ αρσ )
occupazionale (επίθ.)
occupazione (θηλ.ουσ)
oceanauta (ουσ αρσ και θηλ.)
Oceania (κύρ.όν. θηλ.)
oceaniano (ουσ αρσ )
oceaniano (επίθ.)
oceanico (επίθ.)
oceanina (θηλ.ουσ)
oceanino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---