Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occultìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [okkulˈtista]

1 μυστικιστής
2 αποκρυφιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occultismo occultistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occultarsi (ρ.μ. (αντων.))
occultatore (ουσ αρσ )
occultazione (θηλ.ουσ)
occultezza (θηλ.ουσ)
occultismo (ουσ αρσ )
occultista (ουσ αρσ και θηλ.)
occultistico (επίθ.)
occulto (αρσ. επίθ και ουσ)
occupabile (επίθ.)
occupante (ουσ αρσ και θηλ.)
occupante (επίθ.)
occupare (ρ. μτβ.)
occuparsi (ρ. μ. αμτβ.)
occupato (αρσ. επίθ και ουσ)
occupatore (ουσ αρσ )
occupazionale (επίθ.)
occupazione (θηλ.ουσ)
oceanauta (ουσ αρσ και θηλ.)
Oceania (κύρ.όν. θηλ.)
oceaniano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---