Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


occupazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [okkupatˈtsjone]

η κατάληψη, η απασχόληση, η ασχολία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  occupazionale oceanauta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

occupare (ρ. μτβ.)
occuparsi (ρ. μ. αμτβ.)
occupato (αρσ. επίθ και ουσ)
occupatore (ουσ αρσ )
occupazionale (επίθ.)
occupazione (θηλ.ουσ)
oceanauta (ουσ αρσ και θηλ.)
Oceania (κύρ.όν. θηλ.)
oceaniano (ουσ αρσ )
oceaniano (επίθ.)
oceanico (επίθ.)
oceanina (θηλ.ουσ)
oceanino (επίθ.)
oceano (ουσ αρσ )
oceanografia (θηλ.ουσ)
oceanografico (επίθ.)
oceanografo (ουσ αρσ )
ocellato (επίθ.)
ocello (ουσ αρσ )
oclocratico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---